κνημιδοφόρος

κνημιδοφόρος
κνημ-ῑδοφόρος, ον,
A wearing greaves, Hdt.7.92:—also [suff] κνημ-ῑδωτός, ή, όν, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κνημιδοφόρος — ο (Α κνημιδοφόρος, ον) αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς , ῖδος + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • κνημιδωτός — κνημιδωτός, ή, όν (Α) [κνημίς] κνημιδοφόρος* …   Dictionary of Greek

  • κνημιδοφόροι — κνημῑδοφόροι , κνημιδοφόρος wearing greaves masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”